φλάρης

φλάρης
και φλάρος, ο, Ν
1. ιερέας τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας
2. φρ. «τον κακό σου τον φλάρο»
(ως υβριστική φρ.) τον κακό σου τον καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. frar, με ανομοιωτική τροπή τού -ρ- σε -λ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διδάχος — ο 1. δάσκαλος 2. καθολικός παπάς, φράρος, φλάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < διδαχή ή κατ απόσπαση από το διδαχο κήρυξ] …   Dictionary of Greek

  • φρέρης — ο, Ν ρωμαιοκαθολικός εκπαιδευτικός και ιερωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. frere «αδελφός» (πρβλ. και φλάρης / φλάρος)] …   Dictionary of Greek

  • φλάρος — φλάρος, ο και φλάρης, ο πληθ. ηδες (λ. ιταλ.), ιερέας της καθολικής εκκλησίας: Κι ούτε των Φράγκων προδοσίες ούτε των φλάρων δίχτυα το Βασιλέα σειούνε (Γ. Βιζυηνός). – Τον κακό σου το φλάρο (σε κατάρα ή βρισιά) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”